εὔθριγκος

εὔθριγκος
εὔθριγκος, ον,
A well-coped, of high walls, E.Hel.70.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εύθριγκος — εὔθριγκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλά κατασκευασμένο θριγκό 2. (γενικά) ο καλά κατασκευασμένος («βασίλειά τ᾿ ἀμφιβλήματ εὔθριγκοί θ ἕδραι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θριγκός «το πάνω από τους στύλους τμήμα τού οικοδομήματος»] …   Dictionary of Greek

  • εὔθριγκοι — εὔθριγκος well coped masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”